πρόσωπα που πέρασαν δύο: Ήρα
όλα ξεκίνησαν ένα απόγευμα του σεπτέμβρη που γυρνούσα απ' το σχολείο, πρώτη γυμνασίου. ήμουν απογευματινός και θυμάμαι ακόμα το γαμάτο ηλιοβασίλεμα που έκανε πορφυρό όλο τον ουρανό, αλλά μπορεί και να θυμάμαι άλλο ηλιοβασίλεμα, δεκατέσσερα χρόνια έχουν περάσει
μπαίνω στην αυλή και βλέπω τον πατέρα μου να χαζογελάει και να κρύβει κάτι πίσω απ' την πλάτη του. ήταν κατίμαυρο, πάνχοντρο, με μεγάλο κεφάλι και αυτιά μισοσηκωμένα. καθόταν στα πίσω πόδια και με κοίταζε με ένα ύφος τελείως ηλίθιο, τύπου "θέλω τη μαμά μου αλλά όχι τόσο πολύ εσύ ποιός είσαι θα σε μυρίσω". ήθελα να την πούμε Μπιάνκα εις ανάμνηση ενός άλλου βελγικού ποιμενικού που είχαν κάτι φίλοι, αλλά το είπαμε Ήρα, πιο ξενέρωτο πεθαίνεις
η Ήρα ήταν το πιο όμορφο και το πιο έξυπνο σκυλί του κόσμου. για κανα μήνα δεν άφηνε τη γειτονιά να κοιμηθεί και μας απειλούσαν ότι θα ρίξουν φόλα, κατεβαίναμε εγώ κι ο πατέρας μου να της κάνουμε παρέα για να κοιμηθεί να σκάσει. όταν τη μαλώναμε πήγαινε και κρυβόταν πίσω απ' την αδερφή μου. το χειμώνα όταν τη βγάζαμε βόλτα ήταν τόσο ανυπάκουη που μάτωναν τα χέρια μας απ' την αλυσίδα. αγαπημένο παιχνίδι να δένω την αλυσίδα γύρω απ' τη μέση της αδερφής μου, να απομακρύνομαι και να τη φωνάζω να έρθει, ερχόταν τρέχοντας και με μια αδερφή να σέρνεται στο χώμα, πολύ αστείο. φοβόταν τ' αυτοκίνητα το νερό και τις εφημερίδες. είχε το πιο μπάσο γαύγισμα της γειτονιάς. έτρωγε τα πάντα εκτός από πιπεριές. είχε αποτρέψει ληστείες στα γύρω σπίτια κι ο φαρμακοποιός έπινε νερό στ' όνομα της. έχει βρει το δαχτυλίδι που έπεσε απ' την αποπάνω και της το 'χει δώσει στο χέρι. έχει βρει τα γυαλιά της γιαγιάς μου και της τα 'χει δώσει στο χέρι. έχει βρει άπειρα μπλουζάκια μου και τα 'χει ξεσκίσει χωρίς να μου τα δώσει. έχει κατακρεουργήσει ποντίκια, ένα περιστέρι κι ένα γλυκό γατάκι. στο σέιχ σου βρήκε και κυνηγούσε ένα λαγό, ο πατέρας μου έκανε δυο ώρες να τη βρει. ζήλευε παθολογικά τα παιδιά της, τα έσπρωχνε και τα τσαλαπατούσε για να χαιδέψουμε αυτή. ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ντελιβεράδων, ένας δυο μας φώναζαν να κατεβούμε κάτω να τα πάρουμε, δεν πλησίαζαν. όταν πέθανε η γιαγιά και ήρθε στο σπίτι το μισό σύμπαν, είχε μπει στο σπιτάκι της και δεν έβγαλε άχνα. όταν φταρνιζόταν είχε πολύ πλάκα, και μια φορά έκλασε και ξαφνιάστηκε πολύ. οι φίλοι της έρχονταν και κατουρούσαν τη μηχανή του πατέρα μου. δεν έμαθε ποτέ το "φέρτο Ήρα, φέρτο" γιατί ήθελε να την κυνηγήσουμε για να το πάρουμε μόνοι μας. μόνο τρεις φορές τη φίλησα χρησιμοποιώντας το στόμα κι αυτό όταν ήταν άρρωστη. δεν ξέρω αν κατάλαβε πως ήταν πράξη τρυφερότητας
δεν περίμενα το πένθος να λειτουργήσει όπως γίνεται με την απώλεια ανθρώπων, αλλά κάτι τέτοιο γίνεται μου φαίνεται. όταν πέθανε ήμουν αρκετά χαλαρός, η milf από δίπλα πιο πολύ έκλαιγε. ένας μήνας μετά και τώρα μ' έπιασε να θέλω σαν τρελός να την βγάλω βόλτα, περπατάω και έχει μια ερημιά. και δεν πρόλαβα να την πάω στη θάλασσα.
απενεργοποιώ τα σχόλια σ' αυτό. άμα θελήσει κανείς, mail
0 καροτάκια:
Δημοσίευση σχολίου