το σάββατο πήρα τη μηχανή μου κ βγήκα παγανιά. φωτογράφισα διάφορα κουλά. έναν ανάποδο σκωτσέζο, μια μανιακή νοικοκυρά, ένα πεσμένο βασιλιά, τον σούπερμαν, έναν άγγελο χωρίς χέρια (αυτός μου βγήκε υπερφωτισμένος).
το απογευματάκι βρέθηκα στο εμπορικό στη τσιμισκή. κόσμος, κτήρια μοντέρνα, γυαλί, σίδερο, κυλιώμενες σκάλες παντού -τις ανεβαίνει κανείς;- μου ρθε του κακομοίρη να βγάλω λίγο χώμα. ίχνη του παρελθόντος στο παρόν.
είπα να πάω σε κανα παρκάκι να πατήσω στην άμμο. γύρισα το μισό κέντρο μέχρι να βρεθώ στο πάρκο της ναυαρίνου. πηγαίνω στις κούνιες που έπαιζαν τα παιδάκια, τίποτα. ούτε ένας κόκκος άμμου. έχουν αντικαταστήσει την άμμο με μια μαλακή επιφάνεια, κάτι ανάμεσα σε πλακάκι κ αφρολέξ. έπειτα πήγα στο πάρκο στην πλατεία ηρώων, ή μάλλον ότι έχει μείνει απ΄αυτήν, πάνω απ' την αγία σοφία. κι εκεί το ίδιο.
ήθελα λίγο χώμα όμως. όχι αυτό το κοκκινόχωμα που έχουμε στα παρτέρια ή στα πάρκα που "απαγορεύεται να πατάτε το πράσινο", χώμα να το πατήσεις κ να κυλιστείς, κ να σου ξεφύγει μέσα απ' τη χούφτα σου. θυμήθηκα το αστικό πάρκο του Ατσαλάκωτου στη νέα παραλία. εκεί στον "κήπο των ρόδων" (έλεος για όνομα, να ντρέπεσαι να το γράψεις), είχα δει χώμα κ χαιρόμουνα. πήρα ένα λεωφορείο, φυσικά χάθηκα για άλλη μια φορά, κατέβηκα κάπου στο καινούριο δημαρχείο που χτίζεται ακόμα. εκεί βρήκα άμμο. όχι πολλή, είχε πέσει λίγο στο πεζοδρόμιο, μια μικρή λωρίδα. έβγαλα τα παπούτσια μου κ πάτησα επάνω, έβγαλα κ μια φωτογραφία να τη δείξω.
κ με πιασε παράπονο γιατί θυμόμουν που παίζαμε "πετάγματα" στο "μεγάλο πάρκο" , εκείνο με τις κούνιες. πέρναμε φόρα κ πηδούσαμε (πάντα νικούσα, μου άρεσε να φοβάμαι στον αέρα). κ φτιάχναμε μαλακίες στην άμμο, κάναμε προπόνηση στην παραλιακή οικοδόμηση για το καλοκαίρι. κ καταλαβαίνω, υπάρχουν μύκητες εκεί, κ πηγαίνουν τα σκυλάκια κ αφήνουν τα κουράδια τους, αλλά κ εμείς που σε όλη την παιδική μας ηλικία είχαμε άμμο μέσα στα παππούτσια μας, πάθαμε τίποτα;
από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται με εμένα, τον κόσμο κ την κοινωνία (κ δεν τα πάμε ιδιαίτερα καλά, ξέρεις), όταν με ρωτούσαν σε ποια εποχή θα θελα να γεννηθώ, έλεγα σε 20χρόνια. κ ζηλεύω τα παιδιά που γεννιούνται τώρα, γιατί μέσα σ' αυτή την τρελή ταχύτητα των αλλαγών που έρχονται κάθε μέρα, το μέλλον τους δεν είναι προδιαγεγραμμένο. είμαι σίγουρος πως θα 'ναι η γενιά την ανατροπής ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. αλλά πώς να εμπιστευτείς μια γενιά που δεν έκανε ποτέ της πετάγματα;
ήμουν μόνος κ συνέφιασα, πήρα τους φίλους μου να δω πού βρίσκονται. στο δρόμο έψαξα να βρω κάτι εύθραυστο να βγάλω.