είναι αυτοί που ντύνονται χταπόδια κ κοκκινοσκουφίτσες στα λάιβ τους κ μοιράζουν τσάμπα σιντί χάντμέιντ. μοίραζαν βασικά, τώρα βρήκαν εταιρία. συνεχίζουν όμως κ δίνουν τη μουσική τους για κατέβασμα, στο σάιτ. τους γνώρισα πριν καναδυό χρόνια απ' τον φίλο zlatko νομίζω, είχαν βγει τρίτοι σε ένα κάτι σαν γιουροβίζιον αλλά ποιοτικό. μένουν στην αθήνα, αρχιτέκτονας ο ένας ο άλλος νηπιαγωγός, απλά λαικά παιδιά δηλαδή. το τελευταίο σιντί τους All Great Events είναι κι αυτό ψιλοχάντμέιντ, κ κάθε κομάτι είναι πρωτότυπο, το θέλω λέμε!
το ταξίδι ξεκίνησε στις επτά το πρωί κ ήμουν λίγο σοκαρισμένος γιατί την πόλη την βλέπω τόσο πρωινή μόνο όταν ξενυχτάω κ κυκλοφορώ μισομεθυσμένος στο κέντρο με τους φίλους μου κ ψάχνουμε μπουγάτσα κ μίλκο. ήμασταν όλοι αυτοί οι ερασιτέχνες φωτογράφοι της σχολής μου, ήπιαμε καφέ στο όρθιο κ μπήκαμε στο λεωφορείο, κατέυθυνση φιλιππούπολη ή πλόβντιφ όπως το λέει όλος ο -υπόλοιπος- κόσμος
τα παιδιά είναι γαμάτα κ περνούσαμε πολύ ωραία, αλλά αρχίσαμε να γκρινιάζουμε λίγο όταν πέντε ώρες μετά ήμασταν χαμένοι σε κάτι δάση στη βουλγαρία, ζαλιζόμασταν κ κατουριόμασταν (εγώ πήγα να κατουρήσω πίσω από κάτι αμάξια κ βρήκα 30€ χα!) κ πεινούσαμε κ ο οδηγός γύρισε κ μας είπε πως πρώτη φορά πάει απ' αυτό το δρόμο στη σόφια(!!!). δεν είχαμε κ χάρτη, καταπληκτική η οργάνωση μας, κ προχωρούσαμε με βάση γκουγκλ μαπ απ' το κινητό ενός δασκάλου μας 10,5 ώρες μετά φτάσαμε στον προορισμό μας, είχαμε περάσει γύρω στα τετρακόσια φράγματα κ οκτακόσια χωριά που έβαζες στοίχημα ότι δεν κατοικούνται κ κάθε φορά έπεφτες έξω. πολύ αστείο, τότε που ξύπνησα μετά από πολλή πολλή ώρα κ οι άλλοι ήταν στα πρόθυρα αυτοκτονίας κ πετάγομαι μες στη χαρά "κοιτάξτε κοιτάξτε ένα φράγμα" κ ήθελαν να με σκοτώσουν γιατί ήταν το τριακοσιοστόπεντηκοστόπέμπτο που είχαν δει κ με ζήλευαν κ λίγο που μπορούσα να κοιμάμαι σαν πουλάκιτο ξενοδοχείο μας θέλουμε να υποπτευόμαστε πως ήταν το καλύτερο που υπήρχε στη φιλιππούπολη ή πλόβντιφ όπως το λέει όλος ο -υπόλοιπος- κόσμος. μπήκαμε στο δωμάτιο, κάναμε τις καθιερωμένες τηλεφωνικές φάρσες κ βγήκαμε. οι τιμές ήταν ένα τεράστιο πολιτισμικό σοκ, δεν θυμάμαι τώρα αριθμούς, μόνο της μπύρας την τιμή θυμάμαι, 2,5 λέβ(απέτυχα να μάθω το νόμισμα, κάτι μπαίνει ακόμα πίσω απ' το β) δηλαδή περίπου 1,25ευρώ. μεγάλη μπυράκλα λέμε, βαρελίσια. αλλά κ η στέλα αρτουά πάλι το ίδιο έκανε. φάγαμε τόσο πολύ κ ήπιαμε τόσο πολύ, μέθυσα πάλι κ χόρευα σαν ηλίθιος, μου την έπεσαν ένα κορίτσι κ ένα αγόρι, πολύ ωραία ένιωθα. μετά πήγαμε στο καζίνο του ξενοδοχείου να παίξουμε, φορούσα κοτλέ φαρδύ παντελόνι κυπαρισί κ ζακέτα γκρι με κάτι πάκμαν επάνω ή κάτι τέτοιο, μετά την έβγαλα κι έμεινα με το μπλουζάκι με τ' αχλάδια, πολύ κυρίλα. θέλω να κάνω έρωτα με μια ρουλέτα, είναι τόσο όμορφες κ μου φωνάζουν πλέι μπόι, πλέι... πόνταρα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε έναν αριθμό κ κέρδισα το αεπ μιας μικρής πόλης, όλοι με κοιτούσαν σα να 'μαι ο γκαστόνε ή κάτι τέτοιο, μετά τα έχασα κ έχασα κ άλλα 30λεβ, σκατά λίγες ώρες μετά φάγαμε πρωινό, σκάσαμε κ πήγαμε βόλτα στην πόλη. ωραία η πόλη, αλλά φτωχή πολύ, εγώ στεναχωριόμουν. κάτσαμε για καφέ σα ζώα, κλείσαμε τρίωρο. μετά πήγαμε για φαί. να πω εδώ πως όλα ήταν πάμφθηνα αλλά χαμηλότερης ποιότητας. φαντάσου, δεν έφαγα όλο το γλυκό μου! χαμηλότερης ποιότητας είναι επίσης κ τα φάρμακα, πράγμα τραγικό κ άδικό, ή μάλλον τραγικά άδικο. α το νερό το εμφιαλωμένο είναι σα να 'χει χώμα μέσα. μετά το φαί πήγαμε στο ξενοδοχείο, είχαμε μείνει παρέα 8άτομα, οι μισοί πήγαν για μασάζ κ οι άλλοι στην πισίνα. εγώ είχα ηθικούς τραβάτεμεκιαςκλαίω δισταγμούς γιατί είμαι κ αριστερός, καταλαβαίνετε... η πισίνα ήταν τόσο γαμάτη, πλατσουρίζαμε σα βούβαλοι στα ντοκιμαντέρ που βλέπουμε για την αφρική, ήταν τόσο γαμάτα κ τόσο καπιταλιστικά που την επόμενη φορά που θα πάω βουλγαρία, πρέπει να μείνω σε παγκάκι για να τα εξισορροπήσω. το βράδι πάλι πιοτό, γυρίσαμε όμως κ τη μισή πόλη μέχρι να βρούμε μέρος να κάτσουμε, εγώ είχα ξεχάσει το μπουφάν μου κ το είχα δαγκώσει κ ξενέρωσα. όμως προς το χάραμα η ρουλέτα έκανε πάλι τη δουλειά της κ έσωσε το βράδι μου. ήμασταν πάλι οι χθεσινοί, καθόμασταν κ στις ίδιες θέσεις, ντροπή μας τζογόμουτρα. εγώ φορούσα κ μια ζακέτα κόκκινη με κάτι ζάρια πάνω, δεν υπάρχω. έχασα φυσικά, κοντά στα 50λεβ. σε κάποια φάση ήρθε κ ένα βούλγαρος μαφιόζος ή κάτι τέτοιο, εξαιρετικά κάφρος, άπλωνε τα λεβ του σαν πετσετάκια να εντυπωσιάσει τα ελληνάκια, αλλά δεν του κάθησε, έχασε μέσα σε δέκα λεπτά δυο χιλιάδες λεβ (κοντά στα 1000€) κ την έκανε κι εμείς γελούσαμε. το μαλάκα επιστρέψαμε απ' τον κανονικό το δρόμο δόξα σοι ο θεός δόξα σοι , η βουλγαρική φύση είναι τόσο γαμάτη κ τόσο άγρια. χιόνισε κιόλας. α να πω κ για τους βούλγαρους. άσχημοιιιιιιιιιι! οκ, υπάρχουν κάποιες πολύ όμορφες γυναίκες, αλλά είναι μία στις τριάντα, όλοι οι άντρες είναι ζώα, χάλια μάυρα. επίσης είναι κάπως εθνικιστές, κάποιος μας έλεγε πως ήμαστε βούλγαροι κ όχι έλληνες, του είπαμε ok. κατατάλλα μια χαρά, ευγενικοί, κάπως κλειστοί, νταξ, δε μ' άρεσαν κ πολύ να πω την αλήθεια. αισθανόμουν πως με κορόιδευαν κάπως. βρήκαμε κ έναν έλληνα πάντως στο ξενοδοχείο, κρατούσε μια ελληνική σημαία κ μας έλεγε πως όλα αυτά είναι ελληνικά. ήθελε να μας κεράσει κ ποτά, αρνηθήκαμε ευγενικά σχεδόν (εκτός απ'τον δάσκαλο μου που είναι γαμάτος κ είπε "μια μπύρα.")
Φαντάσου, φωτορυθμικά τρελά. Προβολείς εστιάζουν σε πρόσωπα για κλάσματα δευτερολέπτου. Πρόσωπα από γκοτζίλες, θεατές, πρόσωπα που προβάλλονται στην οθόνη. Νομίζεις πως βλέπεις αρχαίους βασιλιάδες-χασάπηδες, μεγάλους στρατηγούς, πατερούληδες: ρωμαίους, βυζαντινούς, οθωμανούς, κινέζους. Τα μεγάφωνα ανοιχτά στη διαπασών. Μια αντρική ανάσα.
Κάποτε ο άντρας αρχίζει να μιλά. Αργά, μέσα από το στόμα του, σχεδόν ψιθυριστά. Μα, καθώς η ένταση του ήχου είναι στο φουλ, σου τρυπάει τα αυτιά. Και γύρω τα φωτορυθμικά δαιμονισμένα.
Κάποιοι θεατές δεν μπορούν ν' αντέξουν και βάζουν τις παλάμες στ' αυτιά τους.
Τα σαράντα παλικάρια μην τα κλαις
από τη Λε-, από τη Λεβαδιά,
α, μην τα κλαις,
πάνε για να πατήσουνε την Ντροπό-,
μωρ' την Ντροπολιτσά.
Αχ, τα σαράντα παλικάρια μην τα κλαις
εκεί που πάνε να σκύψουν:
κάποια στιγμή θα τη μυρίσουν τη σάρκα των αμάχων
(ξέρεις, μ υ ρ ί ζ ε ι η σάρκα των αμάχων)
κι, επιτέλους, θα πεταχτούν στον δρόμο,
κατόπιν θα συναντηθούν με τον γνωστό γέροντα,
θα γίνει ο σούπερ δραματικός διάλογος:
– Πού πάτε παλικάρια,
πού πάτε ορέ, πού πάτε ορέ παιδιά;
– Πάμε για να πατήσουμε την Ντροπό-,
μωρ' την Ντροπολιτσά.
– Έλα και συ, ρε γέρο,
να πάμε για, να πάμε για κλεψιά .
– Δεν ημπορώ, παιδιά μου,
γιατί 'μαι γέ-, γιατί 'μαι γέροντας.
Μα ούτε και τον γέροντα να τον κλαις,
πριν από γέροντας ήταν νέος, ό,τι μπορούσε έκανε,
κατόπιν μεγάλωσε παιδιά, έγινε κι αυτός κυρίαρχος Λαός,
α, μην τον κλαις, σου λέω,
το κόψε-κόψε είναι διαχρονική υπόθεση του Λαού,
το κόψε-κόψε είναι μια σκυταλοδρομία δίχως τέλος,
ο ένας δίνει το χατζάρι στον άλλον,
(ω, ας το ξαναπούμε, τι σοφός που 'ναι ο Λαός,
προσκυνώ τη χάρη σου, Λαέ μου):
– Περάστε από τη στάνη
κι από τα πρό-, κι από τα πρόβατα
και πάρτε τον υιό μου
τον πιο μικρό-, τον πιο μικρότερο
που 'χει λαγού ποδάρια και τα λοιπά
και ξέρ' τα μονοπάτια απ' όλους πιο καλά.
Και θα σας βγάλει σβέλτα εις την Ντροπό-
μωρ' στην Ντροπολιτσά.
Κι έτσι ό λ ο ι θ α φ τ α σ ο υ ν σ τ η ν Ν τ ρ ο π ο λ ι τ σ ά ε γ κ α ί ρ ω ς,
κατόπιν αρχίζει να λάμπει-κόφτει το σπαθί,
μονομιάς η σπέσιαλ η ντουμπαλίτσα θα σηκωθεί,
θα φτάσει ίσαμε τον Ήλιο της Δικαιοσύνης –
γι αυτό σου λέω,
μην τα κλαις τα σαράντα τα παλικάρια
εκεί που παν να μπαγατέψουν,
νάτα πετιούνται αποξαρχής
κι αντρειεύουν και θεριέυουν
και καμακώνουν τα μωρά με κάποιο αρχαίο καμάκι,
με ποιήματα βγαλμένα απ' τα κόκαλα, με το ιερό αίμα κάποιου Κυρίου,
στην τελική
μ ε τ ο υ Λ α ο ύ τ ο γ ά λ α.
Να μην την κλαις, λοιπόν, τη Ρωμιοσύνη, φίλε,
κι ούτε την Τουρκοσύνη να την κλαις,
ούτε τη Γαλλοσύνη ούτε την Αγγλοσύνη ούτε καμιά.
Σαράντα παλικάρια ή τριακόσια
(ή και τριακόσια εκατομμύρια – μην κωλώνεις με τα νούμερα)
πάντοτε θα βρίσκονται
για να σηκώσουν την επόμενη την ντουμπαλίτσα.
Εδώ γίνεται σκοτάδι. Είτε όλα σβήσανε είτε έκλεισες τα μάτια σου τόσο γερά.
Μπήκα στο λεωφορείο κ ένα κοριτσάκι τριών-τεσσάρων τραγουδούσε το σαράντα παλικάρια. Θυμήθηκα το κόψε-κόψε του Θανάση Τριαρίδη, ενός απ' τους αγαπημένους μου συγγραφείς. απο κει κ το απόσπασμα