πρόσωπα που πέρασαν τέσσερα: Τ
θυμήθηκα τον Τ, τον κολλητό μου στην πέμπτη δημοτικού. είχε φακίδες και χαίτη στα μαλλιά, τώρα θα την έλεγες καγκούρικη, τότε ήταν πολύ κουλ. είχαμε για στέκι το δάσος, πηγαίναμε με τα ποδήλατα. φτιάξαμε αρχηγείο και βάλαμε και παγίδες, αν πατούσες θα έπεφτες σε μια τρύπα δέκα εκατοστών και θα καρφωνόσουν σε κάτι μυτερά ξυλάκια. μια φορά πέρασαν από 'κει κάτι φυσιολάτρες και φωνάζαμε πως είδαμε φίδι και "τους διώξαμε", ίσως αν δεν έπιανε αυτό να έπρεπε να τους σκοτώσουμε ξερωγώ. τότε είχε και ρυάκι το δάσος, με λιμνούλες και βατράχια, τώρα τα μπαζώσαν αυτά. ο Τ έμενε με τους δικούς του σ' ένα περίεργο σπίτι, είχε κάτι σπαθιά θυμάμαι. και μεγάλες χοντρές βελόνες. είχαν κι ένα γατάκι πολύ γλυκό, αλλά στο λαιμό δεν είχε δέρμα γιατί ο μπαμπάς του Τ του έκανε βελονισμό, μια αηδία σκέτη. ο Τ και η οικογένεια του είχαν έρθει κάπου απ' τον Καύκασο και ήταν κάπως περίεργη οικογένεια, όσο περίεργο μπορεί να είναι το ξένο τέλοσπάντων. μου έλεγε συχνά ότι είναι Έλληνας, εμένα μου ήταν αδιάφορο και βαρετό, φυσικά και ήταν. κι εγώ ήμουν. στο σχολείο πολλοί τον κορόιδευαν, τον έλεγαν Ρώσο, Ρωσοπόντιο και τέτοια. μου έλεγαν κι εμένα να μην κάνω μαζί του παρέα. όταν συνέβαινε αυτό γινόταν κάτι περίεργο. στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε έξω. έπαιζε με ένα λαστιχάκι. κι όταν πήγαινα να του πω "μη τους ακούς, αυτά είναι ηλίθια" με χτυπούσε με το λαστιχάκι ή με τσιμπούσε μέχρι που μάτωνα. και δεν έλεγε τίποτα