σχολική παράσταση
Φαντάσου, φωτορυθμικά τρελά. Προβολείς εστιάζουν σε πρόσωπα για κλάσματα δευτερολέπτου. Πρόσωπα από γκοτζίλες, θεατές, πρόσωπα που προβάλλονται στην οθόνη. Νομίζεις πως βλέπεις αρχαίους βασιλιάδες-χασάπηδες, μεγάλους στρατηγούς, πατερούληδες: ρωμαίους, βυζαντινούς, οθωμανούς, κινέζους. Τα μεγάφωνα ανοιχτά στη διαπασών. Μια αντρική ανάσα.
Κάποτε ο άντρας αρχίζει να μιλά. Αργά, μέσα από το στόμα του, σχεδόν ψιθυριστά. Μα, καθώς η ένταση του ήχου είναι στο φουλ, σου τρυπάει τα αυτιά. Και γύρω τα φωτορυθμικά δαιμονισμένα.
Κάποιοι θεατές δεν μπορούν ν' αντέξουν και βάζουν τις παλάμες στ' αυτιά τους.
Τα σαράντα παλικάρια μην τα κλαις
από τη Λε-, από τη Λεβαδιά,
α, μην τα κλαις,
πάνε για να πατήσουνε την Ντροπό-,
μωρ' την Ντροπολιτσά.
Αχ, τα σαράντα παλικάρια μην τα κλαις
εκεί που πάνε να σκύψουν:
κάποια στιγμή θα τη μυρίσουν τη σάρκα των αμάχων
(ξέρεις, μ υ ρ ί ζ ε ι η σάρκα των αμάχων)
κι, επιτέλους, θα πεταχτούν στον δρόμο,
κατόπιν θα συναντηθούν με τον γνωστό γέροντα,
θα γίνει ο σούπερ δραματικός διάλογος:
– Πού πάτε παλικάρια,
πού πάτε ορέ, πού πάτε ορέ παιδιά;
– Πάμε για να πατήσουμε την Ντροπό-,
μωρ' την Ντροπολιτσά.
– Έλα και συ, ρε γέρο,
να πάμε για, να πάμε για κλεψιά .
– Δεν ημπορώ, παιδιά μου,
γιατί 'μαι γέ-, γιατί 'μαι γέροντας.
Μα ούτε και τον γέροντα να τον κλαις,
πριν από γέροντας ήταν νέος, ό,τι μπορούσε έκανε,
κατόπιν μεγάλωσε παιδιά, έγινε κι αυτός κυρίαρχος Λαός,
α, μην τον κλαις, σου λέω,
το κόψε-κόψε είναι διαχρονική υπόθεση του Λαού,
το κόψε-κόψε είναι μια σκυταλοδρομία δίχως τέλος,
ο ένας δίνει το χατζάρι στον άλλον,
(ω, ας το ξαναπούμε, τι σοφός που 'ναι ο Λαός,
προσκυνώ τη χάρη σου, Λαέ μου):
– Περάστε από τη στάνη
κι από τα πρό-, κι από τα πρόβατα
και πάρτε τον υιό μου
τον πιο μικρό-, τον πιο μικρότερο
που 'χει λαγού ποδάρια και τα λοιπά
και ξέρ' τα μονοπάτια απ' όλους πιο καλά.
Και θα σας βγάλει σβέλτα εις την Ντροπό-
μωρ' στην Ντροπολιτσά.
Κι έτσι ό λ ο ι θ α φ τ α σ ο υ ν σ τ η ν Ν τ ρ ο π ο λ ι τ σ ά ε γ κ α ί ρ ω ς,
κατόπιν αρχίζει να λάμπει-κόφτει το σπαθί,
μονομιάς η σπέσιαλ η ντουμπαλίτσα θα σηκωθεί,
θα φτάσει ίσαμε τον Ήλιο της Δικαιοσύνης –
γι αυτό σου λέω,
μην τα κλαις τα σαράντα τα παλικάρια
εκεί που παν να μπαγατέψουν,
νάτα πετιούνται αποξαρχής
κι αντρειεύουν και θεριέυουν
και καμακώνουν τα μωρά με κάποιο αρχαίο καμάκι,
με ποιήματα βγαλμένα απ' τα κόκαλα, με το ιερό αίμα κάποιου Κυρίου,
στην τελική
μ ε τ ο υ Λ α ο ύ τ ο γ ά λ α.
Να μην την κλαις, λοιπόν, τη Ρωμιοσύνη, φίλε,
κι ούτε την Τουρκοσύνη να την κλαις,
ούτε τη Γαλλοσύνη ούτε την Αγγλοσύνη ούτε καμιά.
Σαράντα παλικάρια ή τριακόσια
(ή και τριακόσια εκατομμύρια – μην κωλώνεις με τα νούμερα)
πάντοτε θα βρίσκονται
για να σηκώσουν την επόμενη την ντουμπαλίτσα.
Εδώ γίνεται σκοτάδι. Είτε όλα σβήσανε είτε έκλεισες τα μάτια σου τόσο γερά.
Μπήκα στο λεωφορείο κ ένα κοριτσάκι τριών-τεσσάρων τραγουδούσε το σαράντα παλικάρια. Θυμήθηκα το κόψε-κόψε του Θανάση Τριαρίδη, ενός απ' τους αγαπημένους μου συγγραφείς. απο κει κ το απόσπασμα
(αιμ μπακ μπίτσιιιιιιιιζ)
8 καροτάκια:
γελκαμ μπακ γουαπιτ :)
χρειάστηκε μια εθνική γιορτή για να σε φέρει πίσω αλλά χαλάλι! :Ρ
γελκαμ μπακ γουαπιτ κι από μένα!
(και πάνω που πήγα να σου πω ότι έχεις φοβερή έμπνευση, μας λες ότι το κείμενο είναι αλλουνού).
καλημέρα!
Μολις βρηκα το blog σου, γραφεις πολυ ωρααια μπορω να πω=]]]
Θα τα λεμε!
Και welcome back ;)
Yeeeeeeeah baby! Welcome back! Καιρός ήταν, αν και τώρα που το σκέφτομαι εσύ έλειψες πολύ λιγότερο από μένα.
(Περιττό να πω ότι με πέθανε το απόσπασμα)
τι καλά!
:)
εμείς την τετάρτη τραγουδούσαμε "ως πότε παλικάρια"
καλησπέρα ρε!
φχαριστώ παίδες!
Δημοσίευση σχολίου